- λίτρον
- λίτρονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίτρον — λίτρον, τὸ (Α) 1. (αρχ. τ.) νίτρον 2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μια ιταλική κοτύλη, η λίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον, με ανομοιωτική τροπή τού ν προ τού τ σε λ. (ν: τ > λ: τ). Το ουδ. λίτρον «λίτρα» είναι μεταπλασμένος τ. τού λίτρα (η)] … Dictionary of Greek
λίτρου — λίτρον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίτρων — λίτρον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίτρῳ — λίτρον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίλιτρον — τὸ, Μ σύνολο τριών λιτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λίτρον (< λίτρα «λίτρο»), πρβλ. ἡμί λιτρον] … Dictionary of Greek
ημιλιτριαίος — ἡμιλιτριαῑος, αία, ον (Α) αυτός που ζυγίζει μισή λίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λιτριαίος (μτγν. τ. του λιτραίος < λίτρον)] … Dictionary of Greek
κατατήκω — και δωρ. τ. κατατάκω (Α) 1. τήκω, λειώνω εντελώς, ρευστοποιώ ένα στερεό σώμα 2. διαλύω, αναλύω, αραιώνω («τὰς σάρκας τὸ λίτρον κατατήκει», Ηρόδ.) 3. μτφ. δαπανώ, αφανίζω, καταναλίσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τήκω «λειώνω»] … Dictionary of Greek
λίτρο — Μετρική μονάδα όγκου που καθορίστηκε σύμφωνα με την απόφαση της 3ης Διεθνούς Συνδιάσκεψης Μέτρων και Σταθμών (1901) ως ο όγκος που καταλαμβάνει ένα κιλό καθαρού νερού στη θερμοκρασία της μέγιστης πυκνότητας του νερού (4°C) και σε κανονική… … Dictionary of Greek
λιτρίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πυξὶς σαματοδόχος» (πιθ. «σμηματοδόχος»), σαπουνοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον* + επίθημα –ίς (πρβλ. σημαντρ ίς)] … Dictionary of Greek
λιτροπώλης — λιτροπώλης, ὁ (Α) πωλητής λίτρου, νίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον «νίτρον» + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek